ολιγοσέλιδος

ολιγοσέλιδος
και λιγοσέλιδος, -η, -ο- αυτός που έχει λίγες σελίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό)- (βλ. λ. λιγο-) + σελίδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”